- φρουρῇ
- φρουράlook-outfem dat sg (epic ionic)φρουρέωkeep watchpres subj mp 2nd sgφρουρέωkeep watchpres ind mp 2nd sgφρουρέωkeep watchpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρουρή — φρουρά look out fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοκλητήρ — ὁμοκλητήρ, ῆρος, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. ὁμοκλήτειρα) αυτός που παροτρύνει, που προτρέπει κάποιον με απειλές («μή τις ὀπίσσω τετράφθω προτὶ νῆας, ὁμοκλητῆρος ἀκούσας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοκλάω, έω + επίθημα τηρ (πρβλ. φρουρη τήρ)] … Dictionary of Greek
περονητήρ — ὁ, Α περόνη, πόρπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περονῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. φρουρη τήρ)] … Dictionary of Greek
φοβήτωρ — ορος, ὁ, Μ αυτός που προξενεί φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + κατάλ. τωρ (πρβλ. κτή τωρ, φρουρή τωρ)] … Dictionary of Greek
φρουρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φρουρή Α 1. φρούρηση, φύλαξη, υπεράσπιση 2. ομάδα προσώπων, ιδίως στρατιωτών, που είναι υπεύθυνη για τη φρούρηση θέσεως, κτηρίου ή προσώπου (α. «η φρουρά τής βουλής» β. «καταλιπὼν ἐν ταῖς ἄκραις ἰσχυρὰς Περσέων φρουράς», Ξεν.) … Dictionary of Greek